- ποτηροπλύτης
- ο, ΝΑνεοελλ.1. κάθε μέσο με το οποίο πλύνονται ποτήρια2. βοτ. το φυτό ελξίνηαρχ.αγγείο, σκεύος μέσα στο οποίο έπλυναν ποτήρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτήρι(ον) + πλύτης (< πλύνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποτηροπλύται — ποτηροπλύτης pluteus masc nom/voc pl ποτηροπλύτᾱͅ , ποτηροπλύτης pluteus masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτηροπλύτην — ποτηροπλύτης pluteus masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)